- Διοφάντους
- Διόφαντοςmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μοριαστικά — Μοριαστικά, τὰ (Α) τίτλος πραγματείας τού Διοφάντους που αφορούσε τα κλάσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόριον, μέσω ενός αμάρτυρου *μοριάζω] … Dictionary of Greek
Ρενιέρης, Μάρκος — (Τεργέστη 1815 – Αθήνα 1897). Νομομαθής, διπλωμάτης και ιστορικός συγγραφέας. Μετά τις νομικές σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Πάντοβα, εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, όπου υπηρέτησε ως δικαστικός (1837 1861), πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη (1861… … Dictionary of Greek